- ἀντίδοτα
- ἀντίδοτοςgiven in lieu ofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
Νίκανδρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με μαχαίρι. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Νοεμβρίου. 2. Ν. και Μαρκιανός. Στρατιώτες οι οποίοι μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού, με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 8 Ιουνίου. 3. Καταγόταν… … Dictionary of Greek
αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
Εύδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πάριος ιστοριογράφος (5ος αι. π.Χ.). Έργα του δεν διασώθηκαν. 2. Αθηναίος δημαγωγός (; – 382; π.Χ.). Καταδικάστηκε σε θάνατο επί άρχοντα Ευάνδρου, επειδή πρότεινε τη θέσπιση αντιδημοτικού νόμου. 3. Ε. ο Κύπριος (; –… … Dictionary of Greek